ὑποκέραμος

ὑποκέραμος
ὑποκέρᾰμος, ον,
A tiled, of a roof, IG42(1).106ii 136 (p.144, Epid., iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑποκέραμος — tiled masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποκέραμος — ον, ΜΑ 1. αναμεμιγμένος με κέραμο 2. (για οροφή) επιστρωμένος με κεραμίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κέραμος] …   Dictionary of Greek

  • κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”